- καλλίπονος
- καλλίπονος, -ον (Μ)αυτός που εργάζεται με δεξιοτεχνία ώστε να παραγάγει αληθινά αριστουργήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. φιλό-πονος, φυγό-πονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιπονία — καλλιπονία, ἡ (AM) [καλλίπονος] η κατασκευή κομψών αντικειμένων … Dictionary of Greek